27 Αυγ 2015

Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Τά τρία ἄστρα ἑνός μεγάλου (Του μακαριστού Στέργιου Σάκκου)



Τά τρία ἄστρα ἑνός μεγάλου
Πολλοί τόν θαύμασαν καί τόν ἀγάπησαν μέ ἀφοσίωση. Ἄλλοι τόν μίσησαν καί τόν πολέμησαν μέ μανία. Ὅλοι τόν παραδέχτηκαν!
Ὁ ὑπεραιωνόβιος (104 ἐτῶν) ἐπίσκοπος π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ τό Σάββατο -ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων- 28 Αὐ­γούστου 2010 -ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ ὁμω­νύμου του ἁγίου Αὐγουστίνου ἐπισκόπου Ἱπ­πῶνος (†28-8-430)- τήν ὥρα πού στό ἁ­γιώνυμο ῎Ορος τέλειωνε ἡ ἀγρυ­πνία γιά τήν μνήμη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κατά τό πάτριο (παλαιό) ἡμερολόγιο. Ἡ προσωπικότητά του σφρά­γι­σε τόν 20ό αἰώνα. Ἐπη­­ρέα­σε ὄχι μό­νο τά ἐκκλησιαστικά πράγματα τῆς πατρίδος μας, ὄχι μόνο τήν ἱστορία καί τήν κοινωνική κατάσταση τῶν πό­λε­ων καί περιο­χῶν στίς ὁποῖες ἔδρασε (Μεσολόγγι, Ἰωάν­νι­να, Ἔδεσσα, Γιαννιτσά, Θεσ­σα­λονίκη, Κιλκίς, Βέροια, Νάουσα, Φλώρινα, Κοζάνη, Γρεβενά, Κύμη, Ἀθήνα) καί μάλιστα τῆς Φλώρινας, ὅπου ὡς ἐ­πίσκοπος ἔμεινε 44 χρόνια -33 ἐν ἐνερ­γείᾳ καί 11 ἐν σιωπῇ καί προσευχῇ. Ἐ­πη­ρέασε καί τήν γενικότερη ζωή πολ­λῶν χριστια­νῶν, στήν χώρα μας καί στό ἐξωτερικό.

 Τί ἦταν, λοιπόν, ἐκεῖνο πού τόν ἀνέδειξε καί τόν καθιέρωσε ὡς μεγάλο στήν συνείδηση ὅλων, καί αὐτῶν τῶν ἀντιφρονούντων ἀκόμη; 
  Τρία πράγματα διακρίνουν τόν μεγάλο: Ἡ πλούσια μόρφωση, ἡ ἁγία ζω­­ή, ἡ ἐπιτυχής ἀνταπόκρι­ση στίς συγ­κυ­ρίες τῆς ἐποχῆς του. Τά γνω­­ρίσμα­τα αὐτά σάν τρία ἄστρα λαμπρά στόλισαν τήν μεγαλόπνοη προσωπικότητα τοῦ ἀοιδίμου ἱεροκήρυκος καί ἱεράρχου καί ση­ματο­δότη­σαν τήν ἁγία καί κοι­νωφε­λῆ πορεία του.
    Λίγοι ἄνθρωποι διαθέτουν τήν μόρφωση τοῦ π. Αὐγουστίνου. Προικισμένος ἀπό τόν Θεό μέ εὐφυΐα καί φι­λο­μάθεια, ἐπιμέλεια καί θέληση, ἀποτέλεσε ἕνα εὔφορο πνευ­ματικό χωράφι, ὅ­που ἡ διδασκάλισσα μητέρα του Σο­φία ἔσπειρε μέ σοφία τά πρῶτα σπέρματα τῆς γνώσης. Μέ ἄριστα ἀποφοί­τησε ἀπό τό Δημοτικό Σχολεῖο τῆς γενέτειράς του (Λεῦκες Πάρου). Μέ ἄριστα καί ἀπό τό Γυμνάσιο Σύρου, ὅπου εὐτύχησε νά ἔχει γυμνασιάρχη τόν καταξιωμένο φιλόλο γο Ἰω. Ρώσση. Μέ ἄ­ριστα πῆρε τό πτυχίο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Καπο­­διστριακοῦ Πανεπι­στη­μίου, ὅπου τά μέγιστα ὠφελήθηκε ἀπό τίς παραδόσεις τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Ἀνδρούτσου.
    Πνεῦμα σπινθηροβόλο μέ δίψα γιά γνώση, μελέτησε καί ἀφομοίωσε ἀπέ­ραντες σελίδες ἀπό τήν ἐκκλησιαστική καί ἀπό τήν θύραθεν παιδεία. Ἐντρύφησε στήν ἁγία Γραφή καί στά πατερικά συγγράμματα, ἰδιαίτερα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τόν ὁποῖο ἐξαιρετικά θαύμαζε καί προσπαθοῦσε νά μιμηθεῖ. Μελέτησε ἐπίσης τά κείμενα τῶν κλασικῶν συγγραφέων καί τήν ἑλ­λη­νι­κή ἱστορία. 
    Ὡστόσο ἡ μελέτη καί ἡ γνώση δέν ἦταν γιά τόν πατέρα Αὐγουστῖνο μία εὐχάριστη ἐνασχόληση γιά τήν προσ­ωπική του ἱκανοποίηση. Ἦταν τό μέ­σον γιά νά προσεγγίσει τήν πραγματικότητα, νά μελετήσει καί νά ἀντιμετωπίσει σωστά τήν καθημερινότητα, ὥστε νά ὁδηγήσει κάθε ψυχή στόν Θεό. Γι᾽ αὐ­τό φρόντιζε πάντοτε νά ἐνημερώνεται στήν τρέχουσα ἐπικαιρότητα. Παρακολουθοῦσε μέ ἐνδιαφέρον τήν εἰδησεογραφία τῶν ἐφημερίδων. Ἐκεῖ ἔβλε­­­­πε τήν φωτογραφία  τῆς κοινωνίας,μελετοῦσε τήν κατάσταση τοῦ συγχρό­νου ἀνθρώπου γιά νά δεῖ τί τοῦ χρει­­άζεται καί ἐπινοοῦσε τόν κατάλληλο τρόπο γιά νά τοῦ τό προσφέρει. Καί ἦ­ταν καταπληκτικά ἐπινοητικός, διότι ἐ­κτός ἀπό τήν ἐμφανῆ χάρη τοῦ Θεοῦ διέθετε πλούσια διανοητική ἀλλά καί πνευματική μόρφωση.
     Στήν πνευματική κατάρτιση τοῦ π. Αὐγουστίνου συντέλεσαν ἐξαιρετικές προσωπικότητες. Καί πρῶτα-πρῶ­τα ὁ σε­βάσμιος ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Λογγοβάρδας Φιλόθεος Ζερβάκος. Μέ νοσταλγία καί θαυμασμό ὁ π. Αὐγουστῖνος μιλοῦσε γιά τήν ἱστορι­κή μονή, «τόν φάρο τοῦ νησιοῦ, πού ἐξακοντίζει τίς ἀκτῖνες του ὥς τά ἄκρα τῆς πατρίδος, ὅπου πάλλουν καρδιές ὀρ­θοδόξων Ἑλλήνων», ὅπως ἔγραφε σέ εἰδική «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ».
  Σέ ὅλους τούς Ἕλληνες καί σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἤθελε νά φθάσει τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Διψοῦσε τήν ἱε­ρα­ποστο­λή ἡ εὐαίσθητη ψυχή του καί ἤ­δη ἀπό τά ἐφηβικά του χρόνια εἶχε συνδεθεῖ μέ τήν Ἀδελφότητα τῆς «ΖΩ­ΗΣ». Τόν εἶχε ὁδηγήσει ἐκεῖ ὁ εὐλαβέστατος πατέρας του Νικόλαος, ἔνθερ­μος συνδρομητής καί ἀντιπρόσωπος τοῦ χριστια­νικοῦ περιοδικοῦ «ΖΩΗ» καί θαυμαστής τῆς γεραρᾶς Ἀδελφότητος. Τόν εἶχε παραδώσει στόν προϊστάμε­νο τῆς «ΖΩΗΣ» π. Εὐσέβιο Ματθόπου­λο.
Ἡ μορφή ἐκείνου τοῦ ἁγίου ἀν­δρός ἐπηρέασε τήν ἐφηβική ψυχή του καί ἔμει­νε ἀνεξίτηλη. Δάκρυζε ὁ π. Αὐ­γου­­στῖνος, καθώς ἀναθυμόταν λόγια καί συμβουλές τοῦ π. Εὐσεβίου, τόν ὁ­ποῖο θεωροῦσε ἅγιο, ἕναν νέο ἅγιο Νεκτάριο.
 Ἀργότερα, ὅταν ἄρχισε τήν δράση του στό Μεσολόγγι, συνδέθηκε στενά μέ τόν π. Γερβάσιο Παρασκευόπου­λο, τόν δραστήριο καί μαχητικό καλόγερο, πού ἀναγνωρίζεται ὡς ἕνας ἀπό τούς μυστικούς λειτουργούς τῆς νεώτερης Ἑλλάδος καί τούς φλογερούς ἱεραποστόλους της. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού πρωτολειτούργησε κατηχητικά σχολεῖα στήν πατρίδα μας. Μέ συγκίνηση τόν μνημόνευε ὁ π. Αὐγουστῖνος.
 Μέ τόν ἴδιο θαυμασμό ὁ σεπτός γέροντας ἀναφερόταν στόν λέοντα τῆς πίστεως καί πατέρα τῶν νέων θεολόγων Παναγιώτη Τρεμπέλα. Ὡς νεαρός φοιτητής εἶχε διατελέσει ὑπογραφέας τοῦ μεγάλου θεολόγου.
 Ἡ διανοητική καί πνευματική μόρφωση συνδυασμένη μέ τήν ἔμφυτη εὐγλωττία, τήν ρητορεία καί κυρίως τήν δυνατή πίστη στόν Θεό, τήν πηγαία ἀ­γάπη γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ζωντανή ἐλπίδα του γιά τήν δόξα τῆς Ἐκ­κλησίας, τόν καθιέρωσαν ὡς ἕ­ναν διαπρύσιο κήρυκα. Τόν ἔκαναν σο­φό δάσκαλο καί οἰκονόμο τῶν μυστη­ρίων τοῦ Θεοῦ, ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ.
   Ἀλλά ὅσο πλατειά κι ἄν εἶναι ἡ γνώση τοῦ εὐαγγελικοῦ δασκάλου, ὅσο ἐντυπωσιακή ἡ ρητορεία του καί χαρισματικός ὁ λόγος του, γιά νά βρεῖ ἀπήχηση στίς καρδιές πρέπει νά συνο­δεύεται ἀπό τήν ἀντίστοιχη ζωή. «Γιά νά γίνει ὁ λόγος σου βροντή, πρέπει ἡ ζωή σου νά εἶναι ἀστραπή», εἶπε κάποιος. Καί ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης εἶχε αὐτή τήν πεντακάθαρη, τήν κρυστάλλινη καί ἀπαστράπτουσα, τήν ἀδιάβλητη καί ἁγία ζωή. Ὑπῆρξε ἁγνός, ἀνιδιοτελής καί ἀφιλοχρήματος σέ ἀπίστευτο βα­θμό. Ἐπί δεκαετίες ζώντας μέσα στή συνοδία του, δέν γνώ­ριζε κἄν τά νομίσμα­τα. Ζοῦσε λιτή, αὐστηρά ἀσκητική ζωή.
 Οἱ στερήσεις καί οἱ κακουχίες ἦταν ὁ συνηθισμένος τρόπος ζωῆς του. Πιστός μαθητής καί μιμητής τοῦ ἁ­γίου Χρυσοστόμου δέν χάριζε στόν ἑ­αυτό του οὔτε μιά μπουκιά παραπάνω. Ἔτρω­γε ὅσο χρειαζόταν γιά νά διατηρηθεῖ στήν ζωή. Οὔτε κἄν δοκίμασε ποτέ ἀπό τά καλομαγειρεμένα φαγη­τά μέ τά ὁ­ποῖα κατά τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς ἔ­τρεφε πάνω ἀπό 8.000 ἄ­τομα στήν Κο­ζάνη. Ἀρκοῦνταν στά νερόβραστα ὄσπρια τῆς λέσχης δημοσίων ὑπαλλήλων.
   Ἀκαταπόνητος στήν ἐργατικότητα. Ἀ­πό τά χαράματα μέχρι πέραν τοῦ μεσο­νυκτίου ἐργαζόταν. Γνήσιος μιμητής τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἔσβηνε τελευταῖος τό φῶς τοῦ δωματίου του, ὅταν ὅλοι οἱ συνεργάτες του εἶχαν πρό πολλοῦ ἀ­ποσυρθεῖ. ῟Ωρες πολλές ἔμενε κλεισμένος στούς τέσσερις τοίχους τοῦ κελλιοῦ του, γιά νά προσεύχεται, νά μελετᾶ, νά γράφει. Πολλά ἀπό τά κείμενά του ἔχουν γραφεῖ ἐπί τῶν γονάτων, ἐνῶ τά δάκρυά του μούσκευαν τό πάτωμα. Γι᾿ αὐτό εἶχαν τέτοια ἀπήχηση! 
 Κι ὅταν ἔβγαινε ἀπό τό κελλί, ἔτρεχε νά φέρει στούς ἀνθρώπους τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ λόγος του ἁγιο­πατερικός, ἁπλός, ζεστός, ἄγγιζε τίς ψυχές. Ξυπνοῦσε ἀπό τόν λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς ἁμαρτίας, νουθετοῦσε, παρηγοροῦσε, στήριζε, καθοδηγοῦσε, ἐνέπνεε. Σάν ἄλλος Πα­τρο­κοσμᾶς ὄργωσε τίς περισσότερες περιοχές τῆς ἑλληνικῆς γῆς, συχνά κάτω ἀπό συν­θῆ­κες φοβερά ἐπικίνδυνες κι ἔφερε τήν πνοή μιᾶς νέας ζω­ῆς ὅπου πέρασε.
  Ἡ ἄρτια μόρφωση καί ἡ ἅγια ζωή του ἔλαμψαν καί φώτισαν τήν κοινωνία, καθώς ὁ Θεός θέλησε νά ζήσει σέ συνθῆκες ἐξαιρετικά κρίσιμες. Μέ τά καταπληκτικά κατορθώματά του, τό ἡ­ρωικό φρόνημα, τήν μέχρι θανάτου αὐ­ταπάρνησή του, τήν παρρησιασμέ­νη δράση του ἔγρα­ψε ἱστορία. Ὁ ἱεραπόστολος τοῦ Χριστοῦ πίστευε καί τό ἀπέδειξε ὅτι τό Εὐαγγέλιο ἔχει τήν λύ­ση γιά ὅλα τά θέματα κι αὐτή τήν λύση θέλησε σέ ὅ­λους νά χαρίσει.
 Ἀγωνίσθηκε μέ πάθος νά ἐφαρμόσει στήν προσωπική του ζωή τά εὐαγγελικά παραγγέλματα. ῞Οταν τόν κατη­γοροῦσαν ὅτι «εἶναι τῶν ἄκρων», ἀ­­παν­τοῦσε: «Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἀκρό­της, κορυφή. Μακάρι νά ἤμουν τῶν ἄκρων». Ἀπτόητος καί ἀδελέαστος ἀπό τίς κρίσεις τῶν ἀνθρώπωνἐφήρμοσε τήν ἀ­ποστολική τακτική «εἰ γάρ ἔτι ἀν­θρώ­ποις ἤρεσκον Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἄν ἤ­μην» (Γα 1,10) καί στοιχήθηκε στήν γραμμή τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ· «εἰς τά τῆς πίστεως οὐ χωρεῖ μεσότης», δέν μποροῦμε νά ἀναζητοῦμε μέσους ὅρους καί συμβιβαστικές λύσεις στά θέματα τῆς πίστεως. Κήρυξε τό Εὐαγγέλιο ὄχι «κατ᾿ ἄνθρωπον» ἀλ­λά ἔτσι ὅπως τό ἔδωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀνόθευτο, ἀπαραχάρακτο, ἀσυμβίβαστο. Καί τό ἀπηύθυνε σέ ὅλους μέ τήν ἴδια ἀγάπη, μέ τό ἴδιο θυσιαστικό φρόνημα, μέ τήν ἴδια εὐθύτητα. Αὐτή ἡ εὐθύτητα καί ἡ λεβεντιά του συγκίνη­σε καί κέρδισε τόν λαό, τόν καθιέρω­σε στήν συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος καί τόν κατέστησε φοβε­ρό στούς ἀμετανόητους παραβάτες.
   Μέ ὁδηγό τό Εὐαγγέλιο ἔπιασε τόν σφυγμό τοῦ λαοῦ, ἀφουγκράσθηκε τούς πόνους καί τούς πόθους του, ἐπι­σήμανε πάθη καί λάθη κι ἄνοιξε διεξόδους στά ἀδιέξοδα. Ἐνδιαφέρ­­θηκε γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀλλά καί γιά τήν περίθαλψη τοῦ σώματος, γιά τήν πνευματική κάθαρση ἀλλά καί γιά τήν κοινωνική ἀποκατάσταση, γιά τά γενικά θέματα, ἀλλά καί γιά τά προσωπικά προβλήματα τοῦ καθενός. Εἶχε λόγο ὄχι μό­νο γιά τά ἐκκλησιαστικά ἀλ­λά καί γιά τά ἐθνικά καί γιά τά κοινωνικά καί γιά τά ἐκπαιδευτικά καί γιά τά ἐργασιακά, γιά ὅλα. Καί κατέθετε τόν λόγο του ὅπου χρειαζόταν, χωρίς νά ὑπολογίσει κό­πο καί κόστος. 
   Μέ τό σύνθημα «ἀγώνισαι ὑπέρ τῆς ἀληθείας» ἔκανε φίλους καί ἐχθρούς μόνο γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό. Συνεσταλμένος καί μᾶλλον δειλός ἀπό τήν φύ­ση του ἐνεργοῦσε ὡς «λέων πῦρ πνέ­ων» προκειμένου νά ὑπερασπισθεῖ τήν ἀλήθεια καί τό δίκαιο. Σέ ὅλη τή ζωή του στάθηκε γνήσιος μιμητής τοῦ λατρευτοῦ Κυρίου του Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ὅ­πως τόν βλέπουμε στήν Ἀποκάλυψη «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ», ἐνεργῶν ὡς ὁ λέων τῆς φυλῆς Ἰούδα ἀλλά καί ὡς «ἀρνίον ἐσφαγμένον καί ἑστηκός».
   Αὐστηρός καί ἄ­ψογος στήν προσωπική του ζωή, ἀγκά­λιαζε μέ κατανόηση καί στοργή τόν ἁμαρτωλό, διότι «αὐτός ὁ λέων εἶχε καρδιά μικροῦ παιδιοῦ», ὅ­πως εἶχε πεῖ κατά τήν ἐνθρόνισή του ὁ τότε τοπο­τηρητής Καστορίας Δω­ρό­θε­ος. Δέν πρόσ­βαλε, δέν δια­πόμπευ­σε ποτέ ἐκεῖνον πού ἀπό ἀ­δυναμία εἶχε πέσει. Ἐφήρμοσε τό ἁγιογραφικό «κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξεις» (Μθ 12,20). Ἐκείνους ὅμως πού μέ ἔπαρση καί ἀ­λαζονεία ἐνεργοῦ­σαν ὡς καταφρονητές τοῦ θείου νό­μου, τούς ἤλεγ­χε μέ θάρρος καί παρρησία. 
   Κανέναν δέν φοβήθηκε, διότι κυρι­αρχοῦσε στήν ψυχή του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Σέ κανέναν δέν χαρίσθηκε, διό­τι ἤθελε ὅλους νά τούς ὁδηγήσει στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν ὑποκρίθηκε, δέν κολάκευσε. Ὁδηγός καί κριτήριο τῆς ζωῆς του ἦταν πάντα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅραμά του ἡ ἑδραί­ωση τῆς θεί­ας βασιλείας. Ὡς ἱεροκή­­ρυκας ἀρ­χικά ἀλλά καί κατόπιν ὡς ἐπίσκοπος δέν παρέβη ποτέ αὐτό πού ἀπό τήν ἀρχή τῆς δράσεώς του εἶχε δηλώσει: «Δέν θά θυσιάσω ποτέ τίς ἰδέες γιά τήν θέση μου, ἀλλά εὐχα­ρί­στως θά θυσιά­σω τήν θέση γιά τίς ἰδέ­ες».
   Πολλοί τόν θαύμασαν καί τόν ἀγά­πησαν μέ ἀφοσίωση, ἄλλοι τόν μίση­σαν καί τόν πολέμησαν μέ μανία. ῞Ολοι τόν παραδέχθηκαν, ἀκόμη καί οἱ ἐχθροί. Γιά νά ἐπιβεβαιώνει καί ἡ δική του ἱστορία, ὅπως ἡ ἱστορία ὅλων τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, τόν ἀδιάψευστο λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ «ὅς δ᾽ ἄν ποιήσῃ καί διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται» (Μθ 5,19).

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε τον μακαριστό Στέργιο Σάκκο για το εξαιρετικό άρθρο του για τον Αυγουστίνο Καντιώτη. Είθε ο Θεός να τους χαρίζει τα μέλλοντα αγαθά για όσα αμφότεροι προσέφεραν και υπέφεραν για τη δόξα του Χριστού.

Ανώνυμος είπε...

Ο μακαριστός Στέργιος Σάκκος με την ανεπανάληπτη γραφίδα του σκιαγράφησε επιτυχέστατα και εναργέστατα μία εμβληματική εκκλησιαστική μορφή που σφράγισε με την τρικυμιώδη παρουσία και δράση της τα σύγχρονα εκκλησιαστικά μας πράγματα όσο λίγοι άλλοι κληρικοί και δη αξιωματούχοι.
Λ.Ν.

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com